επιρρέζω

επιρρέζω
ἐπιρρέζω (Α) [ρέζω]
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρέξει — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut ind mid 2nd sg ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρέζεσκον — ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρέξαι — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor inf act ἐπιρρέξαῑ , ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρέζεσκον — ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐπιρρέζω offer sacrifices at imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρέξαι — ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor inf act ἐπιρέξαῑ , ἐπιρρέζω offer sacrifices at aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρέξειν — ἐπιρρέζω offer sacrifices at fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίρρεκτος — ἀνεπίρρεκτος, ον (AM) μη αφιερωμένος, εκείνος τον οποίο δεν μεταχειρίστηκε κανείς σε θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιρρέζω «προσφέρω, τελώ θυσία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”